πεδιακός

πεδιακός
-ή, -όν, Α [πεδίον]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν
βιβλίο απογραφής τών αγρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί
οι κάτοικοι τής πεδινής Αττικής οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη πολιτική παράταξη που αντετίθετο στον Πεισίστρατο, αλλ. Πεδιείς
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πεδιακά
οι πεδινές εκτάσεις τής Αττικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεδιακά — πεδιακός of neut nom/voc/acc pl πεδιακά̱ , πεδιακός of fem nom/voc/acc dual πεδιακά̱ , πεδιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιακῶν — πεδιακός of fem gen pl πεδιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιακούς — πεδιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιαίος — αία, ο, Α [πεδίον] πεδιακός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”